- εγκοιλαίνω
- (αόρ. ενεκοίλανα) μετ. выдалбливать; углублять
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εγκοιλαίνω — (AM ἐγκοιλαίνω) καθιστώ κάτι κοίλο, βαθουλώνω, κουφαίνω … Dictionary of Greek
ἐγκοιλαινόμενοι — ἐγκοιλαίνω hollow pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκοιλάνασαν — ἐγκοιλά̱νᾱσαν , ἐγκοιλαίνω hollow aor part act fem acc sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)